- συγκατανεύοντας
- συγκατανεύωagreepres part act masc acc plσυγκατανεύωagreepres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκατανευσιφάγος — ον, Α (κωμ. επίθ. παρασίτου ή κόλακα) αυτός που ζει συγκατανεύοντας σε καθετί που τού λένε οι άλλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < συγκατανεύω + φάγος*] … Dictionary of Greek